- βλοσυρῶπις
- βλοσῠρ-ῶπις, ιδος, ἡ, ([etym.] ὤψ)A grim-looking,
Γοργώ Il.11.36
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Γοργώ Il.11.36
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
βλοσυρῶπις — grim looking fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλοσυρῶπιν — βλοσυρῶπις grim looking fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλοσυρώπης — βλοσυρώπης, ο (θηλ. ρῶπις, ιδος, η) (Α) αυτός που έχει βλοσυρή έκφραση. [ΕΤΥΜΟΛ. Το αρσ. βλοσυρώπης αποτελεί μτγν. τ. του ομηρ. θηλ. βλοσυρώπις, λ. αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. βλοσυρώπις (κυριολ. «με μάτι ή όψη αρπακτικού πτηνού») < (θ.) βλοσυρ… … Dictionary of Greek
Гекзаметр — Гекзаметр, гексаметр, устар. ексаметр, ексаметрон, эксаметр, дактило хореический размер, шестеромерный стих (др. греч. ἑξάμετρον, от ἕξ «шесть» и μέτρον «мера») в античной метрике любой стих, состоящий из шести метров. В более… … Википедия
βλοσυρός — ή, ό (AM βλοσυρός, ά, όν, Α και ός, όν) αυτός που κοιτάζει άγρια, που εμπνέει φόβο με το βλέμμα του αρχ. 1. άγριος, φοβερός 2. γενναίος, θαρραλέος 3. τραχύς, σκληρός. [ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητική και λογοτεχνική λέξη ήδη ομηρική, που μαρτυρείται επίσης… … Dictionary of Greek
βοώπις — βοῶπις ( ιδος), η (Α) εκείνη που έχει μάτια μεγάλα και στρογγυλά σαν του βοδιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < βους + *ωψ, *ωπός «όψη, μάτι, πρόσωπο» (πρβλ. βλοσυρώπις, γλαυκώπις κ.ά.)] … Dictionary of Greek
γλαυκώπις — γλαυκῶπις, ( ιδος), η (Α) 1. (για την Αθηνά) αυτή που έχει λαμπερά ή γκριζογάλανα μάτια 2. γλαυκός («γλαυκῶπις ἐλαία, σελήνη»). [ΕΤΥΜΟΛ. < γλαυκός + ωπις < ωψ, ωπός, «μάτι, πρόσωπο» (πρβλ. βλοσυρώπις, βοώπις, ελικώπις). Η αρχική σημασία τού … Dictionary of Greek